- εὐτέκμαρτος
- εὐτέκμαρτος· καλῶς τυπούμενος, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευτέκμαρτος — εὐτέκμαρτος, ον (Α) 1. αυτός τον οποίο εύκολα συμπεραίνει ή υποθέτει κάποιος 2. (κατά τον Ησύχ.) «καλῶς τυπούμενος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τεκμαρτός (< τεκμαίρομαι «προσδιορίζω, συμπεραίνω»)] … Dictionary of Greek